- απομέμφομαι
- ἀπομέμφομαι (AM)επιπλήττω αυστηρά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μέμφομαι — (ΑM μέμφομαι, Μ και μέφομαι και μέμφω) 1. κατηγορώ, κακολογώ, κατακρίνω, καταφέρομαι εναντίον κάποιου («μεμψομένους τοῑσι Λακεδαιμονίοισι ὅτι περιεῑδον ἐσβαλόντα τὸν βάρβαρον ἐς τὴν Ἀττικήν», Ηρόδ.) 2. μεμψιμοιρώ, έχω παράπονα με τη μοίρα μου 3.… … Dictionary of Greek
ՄԵՂԱԴԻՐ — ( ) NBH 2 0246 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 6c, 8c, 12c ՄԵՂԱԴԻՐ ԵՄ, կամ ԼԻՆԻՄ. μέμφομαι, ἁπομέμφομαι , αἱτιῶμαι, ἑγκαλέω incuso, culpo, accuso, vitio do sive verto. Մեղ դնել. մեղադրել. պատճառս եւ յանցանս ʼի վերայ դնել. վնասակար առնել … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)